|
ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Δημιουργός: Αγαθοπούλου Άρτεμις ( ΙΩΑΝΝΙΝΑ ) .**Εκλήρωση**
Ο νους τ* ανθρώπου είναι γκρεμνός. Κοιτάει πέρα, χάνεται δεν μπορεί να τον περάσει. Κι από κάτω, φωτιά. Ισορροπεί στο χείλος του και τον κρατά μόνον η πίστη. Μονάχα εκείνη μπορεί να τον γλιτώσει.
Αγκομαχά κι ανεμοδέρνεται και μόνον εκείνη τον εβαστά να μη γκρεμιστεί. Αν ήταν μόνο πέτρα στην πέτρα θα πίστευε σ* αυτήν θα κατέληγε. Αν ήταν μόνο χώμα στο χώμα θα πίστευε σ* αυτό θα κατέληγε. Μα πιότερο είναι νερό. Και το νερό αν δεν τον πνίξει, τον ζει και μιαν ημέρα εξατμίζεται μέσα στο πνεύμα το αιώνιο απ* όπου και πάλι θα ξαναγίνει νερό. Όταν το νερό υπερισχύει της φωτιάς, την σβήνει
κι όταν η φωτιά υπερισχύει του νερού, το μετουσιώνει.
Κι ο άνθρωπος είναι και τα δυο. Και μαζί και γη. Και μαζί κι αέρας.
Κι αν είναι εχθρός του εαυτού του το νερό θα νικήσει και θα τελειώσει την φωτιά. Και θα τον πνίξει και τότες θα γίνει πέτρα και χώμα στο βυθό. Κι εκεί θα πιστέψει κι εκεί θα καταλήξει. Αν όμως είναι ταγμένος στον σκοπό του τον ιερό η φωτιά που ‘χει στα σωθικά του θα φουντώνει και θα θεριεύει. Και την υγρή του φύση θα εξαϋλώσει και θα τη στείλει στο βασίλειο το νοητό απ όπου προέρχεται. Τότε μονάχα έχει νόημα όλος ετούτος ο αγώνας με τον γκρεμνό.
Και η πέτρα ας πάει στην πέτρα και το χώμα ας πάει στο χώμα. Όλα έχουνε μέσα στην μνήμη τους ζωντανή την εκπλήρωσή τους.
Άρτεμις Αγαθοπούλου 2017 | Δημιουργός: Αζαμοπούλου Φωτεινή ( Αθήνα - Ελλάδα ) .ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο Αρίστος, ζωή αλάκερη, περιπτεράς στην πλατεία, αντίκρα στο φούρνο που τάιζε ψωμί τον κοσμάκη. Αντίκρα και στην τράπεζα, που κινούσε τα νήματα του σύμπαντου, πούλαγε φούμαρα στους ονειροπόλους και κλάδευε τα φτερά των αναξιοπαθούντων. Μιαν άλλη Κατοχή ζούσε ο σύχρονος κόσμος. Αναπαμό, λύτρωση ούτε στο θάνατο οι ψυχές. Συνεχώς ο Έλληνας έσφιγγε τα δόντια και το ζουνάρι.
Τρανός ρουφιάνος, μια κάμερα στα πλαϊνά του περίπτερου, κατέγραφε ανε-λύπητα, με κάψα και βροχές, δυο ετοιμόρροπες γριές, καθημερνά στο φούρνο. Δυο δυο τα καρβέλια σε καθεμιάς την αμασκάλη. Δεν αναφρίδιαζε ο Αρίστος απάνω τους, κοσμοσυρροή περνοδιάβαινε. Άλλοτε, αδιάφορα, άλλοτε συνομι-λώντας στα κινητά, καβγαδίζοντας, βιαστικά, αναίτια αργά.
«Τόσο καρβέλι, Ύψιστε! Παιδιά κι αγγόνια, θα χουνε», του εντυπώθηκε σήμερα.
Άμβλυνε την οθόνη ομπρός του. Ο φούρναρης εμάλωνε τις γριές, που μια τράβαγαν για δω, μια για κει, σα να μην ξέρανε κατά πού να πάρουν.
Ο Αρίστος με χέρι πιτήδειο έσιαχνε τα καλούδια του και με μάτι, δήθεν ανεπιτήδευτο, αγροικούσε. Διαόλους, τριβόλους και «τρρρρτρρρρ…», έβγανε ανταριασμένη της μιας, της αρχηγίνας η μασέλα, σαν το σαμάρι του γαϊδάρου τους στο χωριό. Η άλλη, «έτσι, έτσι…», συναινούσε, βουίζοντας ακατάπαυστο μοιρολόι.
Έμπαζε ο αγέρας, ξέπλεκε τα μπαμπακίσια μαλλιά, ράπιζε τα σταφιδιασμένα μάγουλα. Στη ράχη κουβαλούσανε Κατοχές! Το περίπτερο στενεύει, τονε πνίγει.
«Τις φιλεύω, Αρίστο, μου μαγαρίζουν και το μαγαζί! Είναι χαζές, είναι πονηρές, μονάχα ο θεός κατέχει».
«Χαμένο το χουνε, Μανόλη. Η λήθη φτάνει στην κεφαλή, ποτέ στο σκαρί του ανθρώπου».
Σχολώντας, τις ακλουθεί, αφουκράζεται, συνθέτει βιογραφικό. Αδερφάδες ήτανε, μένανε κατάμονες πλάι στην εκκλησιά, στο χαμόσπιτο.
«Παραμιλούνε ολούθε πως μαζεύουνε ψωμί για τον πόλεμο που καταφτάνει. Από τα κλεμμένα δίνουνε και στην εκκλησιά, στον αγαθιάρη παπα-Καλίτσο, που δεν τις ανακρίνει πούθε τα βρήκανε», του μαρτυρά ένας κακεντρεχής.
Η πόρτα ξεκλείδωτη, μούχλα αναδύει το φτωχικό τους. Μερμήγκια, αρουραίοι κατασπαράσσουν τον άρτο τον επιούσιο, που συσσωρεύεται, για την επαύριο, για τα αγέννητα παιδιά τους. Πόνος γύρα γύρα, χάος, να μην περάσουνε τα γεράματα όπως τα παιδικάτα τους.
Μια Κυριακή, αγριεμένες από το φούρνο έρχουνται απάνω καταπάνω στον Αρίστο, σιχτιρίζοντας η μια την άλλη.
«Τι πάθατε, χριστιανές;»
Της Τριζάτης η ματιά τονε διαπήρε. «Ετούτα» τον ρωτάει, «είναι αληθινά λεφτά; Στερέψαν τα ευρά, δε μας έδωκε ψωμί».
«Καλέ θεια, κάποτε ήσαντε. Τώρα οι δραχμούλες!»
«Τ* ακούς, μωρή, κακοχρονιασμένη…» Μια τράνταζε, μια ακινητούσε την Έτσι Έτσι, που έκλαιγε σα μωρό στα σπάργανα. «Δεν τα πήγαμε στην Τράπεζα! Πεθάνανε οι δραχμούλες, όπως και συ…»
«Στην πάσα ευκαιρία, ο αδερφός κι απ* τον αδερφό του κιντυνεύει», συλλογίστηκε ο Αρίστος, που, καλός άνθρωπος ήτανε μα, δεν τις παρηγόρησε. «Ψωμί, ρε θεια, δε βγάνει ο φούρνος σήμερα» πήγε να πει, μα βαρέθηκε τις παραπανίσιες κουβέντες, εξάλλου η εκκλησιά πλάι τους ήτανε.
«Θεέ, κατέβα, σκιάζουμαι! Πλαντώ, πνίγουμαι, βοήθεια! Δείξε έλεος, Κύριε! Ανήμποροι εμείς, φρενήρεις κατρακυλούμε. Ο άνεμος του ολέθρου, το χρήμα, το χρήμα, φυσάει, παρασέρνει, σκοτώνει…» στοχάζουνταν παθιασμένα. Μειδίασε συνειδητοποιώντας πως παραμίλαγε. «Ωρέ, πληθύναμε οι λοξοί!» αυτοσαρκάστηκε. «Και πού να βρεθεί ένας Καζαντζάκης. Ποιος σύχρονος διαθέτει σήμερα τέτοιο ανάστημα, τα Χρέη να μας θυμίσει. ‘‘Δικιά σου** να ουρλιάξει ‘‘η ευτύνη, ορθώσου, αρματώσου, πολέμα!** Τετέλεσται η Ράτσα μας!»
Έχοντας κατά νου, τον τρόπο γραφής του κορυφαίου Νίκου Καζαντζάκη, προσπάθησα εικόνες του σήμερα να τις αποδώσω όσο γινόταν κοντύτερα στη γλώσσα και το ύφος εκείνου, του μεγάλου μας δασκάλου. Μόνον η τελευταία παράγραφος είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένη από την Ασκητική. Το υπόλοιπο κείμενο είναι γενικότερα από το έργο του.
Ευχαριστώ θερμά.
| Δημιουργός: Αθανασίου Ιωσήφ Πέτρος ( LEUVEN, BELGIUM ) .Η πυξίδα ενός νεκρού που μόλις γεννήθηκε
«τελικά Έφτασες… εκεί που δεν μπορούσες…»
«ναι»
«Κατάλαβες;»
«Ναι, κατάλαβα ότι απάνω στη Γη, υπάρχουν τριών λογιών ανθρώποι…
Ευτυχισμένος είναι αυτός που γεννήθηκε έζησε και πέθανε χωρίς ποτέ να χρειαστεί να σηκώσει το βάρος της σκιάς του φωτός που φώτισε τον Άνθρωπο και τον έκαμε να φέρει τους θεούς ίσα με το μπόι του. Ευτυχισμένος είναι αυτός ο άνθρωπος, μιας και ο κόσμος δεν γνώρισε μεγαλύτερο βάρος από τούτο, μεγάλη ευτυχία που δεν χρειάστηκε ούτε για μια στιγμή να το κουβαλήσει. Είναι όμως και άτυχος… το να γεννηθεί κανείς σε αυτή τη ζωή και να μην νιώσει το φως αυτό να τον ζεσταίνει, βαθιά μέσα του εκεί που κανένα άλλος φως δεν μπορεί να φτάσει, είναι απλά η μεγαλύτερη των ατυχιών. Αλλά και πάλι μέσα στην ατυχία του παραμένει ευτυχής. Δεν ήξερε ότι υπάρχει αυτό το Φως, απόδειξη της ατυχίας του, αλλά η άγνοια αυτή τον καθιστά ευτυχισμένο, έναν ευτυχισμένο άτυχο. Αν γνώριζε το Φως θα άνηκε σε άλλη κατηγορία ανθρώπου… θα ήταν απλά τυχερός.
Τυχερός όποιος κατάφερε έστω και για μια φορά να αντικρύσει το θεριό να κείτεται στη θάλασσα. Τυχερός όποιος είδε έστω και για μια φορά το τόπο όπου γεννήθηκαν οι Θεοί. Τυχερός όποιος έφαγε από το χώμα που τάισε τους Θεούς, ήπιε το νερό που ξεδίψασε τους Θεούς. Μόνο τυχερός μπορεί να χαρακτηριστεί αυτός. Ο άνθρωπος που είδε έστω και για μια μέρα τον τόπο που γέννησε τα πάντα. Τον τόπο στον οποίο χρωστάει το να λέγεται άνθρωπος…
Και τις τρεις κατηγορίες έρχεται να ολοκληρώσει η σπανιότερη και πιο δύσκολη… ο ευλογημένος με την κατάρα άνθρωπος… Αυτός, ο πιο τυχερός από όλους, που έμελλε να ζήσει στην πατρίδα των θεών. Να ξυπνάει κάθε πρωί και να μην αντιλαμβάνεται τι Φως τον λούζει. Να θεωρεί δεδομένο αυτό το Φως. Να ξεχνάει και να μην συνειδητοποιεί πόσο τυχερός έχει υπάρξει σε αυτή τη ζωή. Είναι αυτός που προστάτεψε τους Θεούς. Αυτός που μεγάλωσε τους Θεούς. Αυτός που δίδαξε στους Θεούς το σωστό και το δίκιο. Αυτός που έγινε ο λόγος οι Θεοί να ζηλέψουν τους ανθρώπους. Να τους φοβηθούν και να τους στείλουν στο πόλεμο της Τροίας, για να γλιτώσουν από τον αφανισμό που ο χρησμός τους είχε υποσχεθεί. Αυτός που φέρει τους Θεούς στα μάτια του. Να η μεγαλύτερη κατάρα. Να φέρεις τους Θεούς στα μάτια σου. Όπου και αν πας θα αναγνωρίζεις τα μάτια αυτά. Είναι θλιμμένα μάτια! Λάμπουν συνεχώς κάτι αναζητώντας. Αλλά αυτό θα το καταλάβεις όταν φύγεις από Ιερό τον Τόπο. Τον Πρώτο Τόπο των ανθρώπων. Θα τα αναγνωρίσεις από την απελπισία τους, η κατάρα δεν τα αφήνει να ησυχάσουν. Η κατάρα αυτή δεν σε αφήνει ποτέ. Είσαι ευλογημένος να φέρεις μέσα σου το Φως των Θεών. Όπου και αν περιπλανηθείς τίποτα δεν σε εντυπωσιάζει. Κατά μία έννοια τα έχεις δει όλα. Φρόντισε η κατάρα για αυτό. Και εσύ ψάχνεις να δεις κάτι που κανείς δεν έχει δει. Αυτή η αναζήτηση είναι που στοιχειώνει όσους ευλογήθηκαν με την κατάρα. Και τώρα που όλα τελείωσαν, ναι Παππού κατάλαβα, την πυξίδα την είχα μέσα μου.»
| Δημιουργός: Αλεξοπούλου Κωνσταντίνα ( Αθήνα ) .Οι έρωτες του Δία
Γυναίκα
Δία,
πατέρα Θεών και Ανθρώπων,
γιέ του Κρόνου και της Ρέας,
γέννημα του Δικταίου Άντρου της Κρήτης,
βασιλιά του ουρανού,
κεραυνοβόλησέ με λέγω ειδώς
Βρέξε κιννάβαρι χρυσή βροχή
και σμίξε την Δανάη
πιάνοντας τον μίτο πάλι από την αρχή,
από τον ουρανό στη θάλασσα
και από εκεί στον Άδη,
εύφημος ίσθι
Καζαντζάκης
Μια γυναίκα που κοιμάται μόνη,
ντροπιάζει όλους τους άντρες
Γυναίκα
Γίνε φωτιά
και κύκλωσε την Αίγινα
μα τα άρρητα μη λέγεις
με την προοπτική πάντα της νίκης
κι όχι στην σκιά της ήττας,
να δαφνοστεφανώνει τον καλό αγώνα
H ψυχή του ελληνισμού
Ένα χέρι, σαν σε ενόραση μέσα, των προγόνων,
νιώσε να σε τραβάει, για να ορθώσεις το ανάστημά σου και να, σου λέει:
΄΄Στο σκοτάδι απαντάμε με φως.
Μύρισε τα αρώματα,
δές τα χρώματα της ψυχής στο ταξίδι της προς το φώς ΄΄
Καζαντζάκης
Η φυγή δεν είναι νίκη,
τ* όνειρο είναι τεμπελιά,
το έργο μόνο μπορεί να χορτάσει την ψυχή
και να σώσει τον κόσμο
Ο σωστός δρόμος είναι η ανηφοριά
με αξιοπρέπεια και ανδρεία
Η ζωή όλη είναι μια φασαρία,
μόνο ο θάνατος δεν είναι.
Ζωή είναι να λύνεις το ζωνάρι σου και να ζητάς την φασαρία
Κοιτώντας λεύτερος τον φόβο κατάματα,
ως κι φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει
Γυναίκα
Ως κυανός Αμφιτρύων
την Αλκμήνη κάλεσε στην κλίνη σου
Ως κούκος την αδελφή και σύζυγο σου Ήρα αέναα
που έριδες και ραδιουργίες σπέρνει,
μα η Ηχώ σκεπάζει,
όσα τα μάτια δε θωρούν στα φανερά.
Στη Θέμιδα δώσε τις μοίρες
πάλι να πλέξουν το νήμα του χρόνου,
τύχη μαζί και πεπρωμένο
και ευτυχίαν εύχου.
Ως αετός
εφόρμα στην Αστερία,
τέχνην χρώ
κι εσύ Ανάγκη
έπου θεώ.
Καζαντζάκης
Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο
Είναι ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας
Τίποτα άλλο.
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα
Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα
Γυναίκα
Δήμητρα και Ηλέκτρα,
δές,
για σένα στήσανε κύκλιο χορό
και προσμένουν με λαχτάρα
της αστραπής ένα βλέμμα σου.
Καζαντζάκης
Μια αστραπή η ζωή μας…μα προφταίνουμε
Καμένα κάστρα πίσω μας να αφήσουμε
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.
Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα
κι ο άνθρωπος χρειάζεται λίγη τρέλα...
Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.
Γυναίκα
Ως μίλτος Σάτυρος πλάγιασε την μαινάδα Αντιόπη
και την ωραία Αφροδίτη δώσε στη Διώνη.
Ο κόσμος πάντα θα υποτάσσεται στην αβάσταχτη ομορφιά.
Η νιότη χέρι με χέρι με τον έρωτα τον κόσμο θα γυρνά.
Καζαντζάκης
Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη·
πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή.
Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά,
για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου.
H ψυχή του ελληνισμού
Momentum
Είναι αυτό που θέλει να γίνει η ψυχή, όταν ακουμπήσει τον ουρανό, στο μεγάλο ταξίδι της γής
Μια χούφτα πάντα,
άπιαστοι Έλληνες
τρελοί, μη λογικοί
την ουτοπία
Κατάφερναν να κάνουν
παράδεισο επί γης.
Μια τέτοια στιγμή είναι αυτή
Καζαντζάκης
Ν* αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ, μονάχος μου, εγώ
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω να λές
Γυναίκα
Ως ταύρος την σανδαράκη Ευρώπη,
κάνε πατρίδα μου,
και ως κύκνος την Λήδα ταίριαξε,
την ωραία Ελένη και τους Διόσκουρους,
για να γνωρίσει η πλάση
την πλάνητα ομορφιά,
για να θαυμάσει,
μη μπορώντας,
μη κράτει οφθαλμού μπροστά στο ουράνιο κάλλος.
Et ego in Αrcadia sum με την Καλλιστη.
Ψηλά, στα περήφανα βουνά,
η Μνημοσύνη περιμένει
και ό, τι σκέφτεται, η ίδια θα γενεί.
Η Περσεφόνη έρποντας προσμένει να φανείς,
στα σωθικά της ως όφις για να μπείς.
Ευρυνόμη,
Ελάρα,
Γαραμάντη,
Ωρα και Ιώ,
Υβρις,
Καλύκη,
Κάρμη,
Λάμια,
Λητώ,
Μαία,
Μήτιδα,
ω ένδοξη Αθηνά,
Νιόβη,
άγνωστη Νύμφη ηλιοφώτιστη,
Πλουτώ,
Σέμελη,
Ταυγέτη,
Θάλεια,
Πρωτογένηα,
Δανάη,
ες αεί κι εσείς εδώ;
Δίας
Τότε ο Θεός εφάνη ως κεραυνός ανάμεσα στα σύννεφα
κι αντήχησαν στον νού πάντων τα παρακάτω λόγια:
Ω κόσμε τέλειε,
την όψη αυτή σου δίνω,
άκουσε τον ήχο της θάλασσας που ενώνεται με του ουρανού την αύρα,
γίνε μουσική και τινάξου πάνω σε κύκλιο ελληνικό χορό
Αυτό το χειροποίητο, σπάνιο μα και ακριβό υφαντό,
τόσο βαθιά ελληνικό που γίνεται οικουμενικό
Του κόσμου τα πλούτη,
τι σημασία θα είχαν,
αν εσύ γυναίκα δεν ήσουνα;
Γυναίκα
Δία,
στην Ολυμπία ολόχρυσος
στέκεις ακίνητος στο χρόνο
κι εγώ επάνω στου Ερμή το φτερό,
εμπρός σου βρίσκομαι κι αγάλλομαι,
το χερι μου απλώνω
και τελευτώ άλυπη
Ίσθι σαυτόν και γνώθι μαθών.
Ίσθι σαυτόν και γνώθι μαθών.
Καζαντζάκης
Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ | Δημιουργός: Απλαδάς Γεώργιος ( ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ) . Κειμενο -Αδρεναλίνη η Γαλάτια και έξαψη μαζί-
Αδρεναλίνη και έξαψη Γαλάτια στο σώμα μου κυλάνε φέρνοντας μια άναψη οι πόθοι να μου ζητάνε το αίμα νερό το κάνουνε και όλα με κυριεύουν Γαλάτια τον πόνο μου κάνε να γιάνουνε καημοί που με παιδεύουν κατοίκησες πάνω μου εσύ Γαλάτια μαζί να πορευτούμε χώρια σου όμως ζωή μισή κ’εγώ σ’ αναστορούμε αγάπη μου αλήτισσα ολο με παιδεύεις και τίποτα εγώ δε ζήτησα Γαλάτια μονάχη σου με γυρέυεις ζητάς πολλά σε μένανε ολο και κάτι θέλεις ζωντάνια όλη σε σένανε και μένα μη μέλεις Γαλάτια ολο εσύ με αγαπάς και δώρα όλο μου κάνεις αγάπης αλήτισσα τι ζητάς θέλεις να με τρελάνεις Γαλάτια γεφύρια πέσαν στο χιονιά κρυγιά νερά γεμίσαν δεν έχουν διάβα τ’ορεινά κ’άλοι σαν προσπαθήσαν Γαλάτια αγάπης όρκο θα διαβώ εγώ για να περάσωνα’ δώ εσένα π’αγαπώ κ’ύστερα θα ησυχάσω στέρεψε λίγο στέρεψε ποτάμι για να περάσω γιάντα έτσα μου φέρεσαι μού’ρχετε να πλαντάξω ωραίες λέξεις της ψυχήςγραμμένες στα βιβλία θα παραμείνουν στη ζωή αθάνατης ιστορίας Γαλάτια με κοίταξες ψυχρά εσύ μα ξέχασες θυμήσου εσύ αγκαλιά αμοναχή ανοιξε κ’αγαπήσουκαρδιές απούνε κοντά ο χτύπος τους ρικάτε και όνειρα αληθινα πλάθουν γιαν’αγαπάτε Νικόλα ήσουνα ο εκπρόσωπος τση Ελλάδος στην Ευρώπη ησουν τση ανανέωσης άπου θωρούν οι ανθρώποι ησουνα πάντα εκφραστής τα’ευγένειας τση τάξης και πάντα εσύ νοιαζόσουνα ολα να είναι εντάξει Νικόλα λόγιε εσύ μας έφυγες Μια μέρα κ’ήταν απώλεια εθνική για την Ελλάδα ούλη τα λογοτεχνικά τα έργα σου εφώτισαν τον κόσμον μεγάλο σύλλογο έκαμες π’ωφέλιμων βιβλίων και στήριξες πνευματικά η το ρόλο των σχολείων δώρα μας έκαμες πολλά κ’εμάς του Ηρακλείου και άφησες πίσω σου αντρειά μεγάλου μεγαλείου
Ο σπουργιτης
| Δημιουργός: Αχιλλέως Γεώργιος ( Χανιά - ΕΛΛΑΔΑ ) .Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Ή Η ΚΡΗΤΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ;
Ο Τάλως έγειρε στο πλάι και παρέμενε ακίνητος. Ένοιωθε τόσο κουρασμένος, εξαντλημένος θα το έλεγε. Το καρφί στο πόδι δεν υπήρχε πλέον και το ζεστό υγρό, το «αίμα του Τάλου» όπως το έλεγαν, έτρεχε ασταμάτητο στο κρητικό χώμα. Σε λίγο θα άδειαζε εντελώς η μία και μοναδική του αρτηρία και ο γίγαντας θα παρέμενε για πάντα ακίνητος. «Σήκω Τάλω!!!» του φώναζε το Σηφαλιό, «σήκω σε παρακαλώ!!! Ποιος θα μας προστατεύει τώρα; Ποιος θα γυρνάει το νησί για να αισθάνομαι ασφάλεια; Ποιος θα μας φυλάει από την σκλαβιά; Ποιος θα κρατάει το δίκιο μας;». Ο Τάλως χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς Σηφάκη, μην ανησυχείς καθόλου!», προσπάθησε να του πει αλλά δυσκολευόταν. «Μην ανησυχείς, και* γω θ*αναστηθώ και θα σ* αρπάξω πάλε! Θα* σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς, θα καταργώ τα κάστρα!!!». Δεν ξέρει αν τα* πε στον Σήφη ή αν απλώς τα* βλεπε στην οθόνη του μυαλού του η οποία έσβηνε σιγά-σιγά. «Θ* αναστηθώ Σήφη, μ* ακούς;» Ο Σηφαλιός πλέον δεν άκουγε. Είχε μαγευτεί από τα άξαφνα δρώμενα που συνέβαιναν εκείνη την στιγμή μπροστά. Βρακοφόροι άντρες, ζωσμένοι με φυσεκλίκια και μαχαίρια στα ζωνάρια, αρχίνησαν τον χορό από το πουθενά! Και δεν μπορούσε να πει. Ήταν χορός αυτός ή ήταν πήδος, ή ήταν πέταγμα; «Θα βράζει το αίμα τους!», σκέφτηκε το Σηφάλιο, το «αίμα του Τάλου». Σαρακηνοί και Βενετσάνοι προσπάθησαν να τους σταματήσουν, μα μάταια. Φέραν μαχαίρια, φέραν σπαθιά, φέραν κι* άγρια πουλιά, όμως οι βρακοφόροι συνέχιζαν τον χορό τους αγέρωχοι! «Τα* άγρια πουλιά τα ημερεύω …..» έλεγε το τραγούδι τους που δεν είχε σταματημό. Δυνάμωνε ο χορός, δυνάμωνε κι ένταση που επικρατούσε. Τούρκοι ξαναπροσπάθησαν αλλά μάταια, δεν ήταν άνθρωποι αυτοί που χόρευαν, ήταν παιδιά του Δία, ήταν ο Δίας. Δεν ήταν νησί αυτό που πατούσαν, δεν ήταν νησί, ήταν θεριό που κείτονταν στην θάλασσα, ήταν η γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου, που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγος …. Ο Σήφης κοίταζε μαγεμένος. «Γέλα, Σήφη», του* λεγε ο Τάλως, «γέλα!!! Μη κατσουφιάζεις τώρα με τους Τούρκους». «Άμα λευτερωθεί η Κρήτη, θα γελάσω», σκέφτηκε ο Σήφης αλλά δεν το* πε στον γίγαντα, δεν ήθελε να τον στεναχωρέσει. Οι αλλόθρησκοι κτυπούσαν τους βρακοφόρους, αυτοί όμως ακούραστοι, αλύγιστοι συνέχιζαν να χορεύουν, και όλο δυνάμωνε το πάθος τους, και όλο δυνάμωνε η μέθη τους. «Δεν θα τους νικήσουν», σκέφτηκε ο Σήφακας! Ο καπετάν Σήφακας. «Κρατάτε αδέλφια, κρατάτε το χορό!» «Για σου καπετάνιε!» αντιλαλούσε η Κρήτη, αντιλαλούσε η πλάσης όλη! «Για σου Σήφακα!» του φώναζαν όλοι μαζί την ώρα που ορμούσε στους οχτρούς του και το βόλι τους του διαπερνούσε το κρανίο. Ο Σήφακας πέφτει, σωριάζεται δίπλα στον γίγαντα της Κρήτης του, τον Τάλω. «Στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σ* ελευθερώσουν» βαριανάσαινε ο Τάλως, «Έβαλε ο Θεός σημάδι, παλληκάρι στα Σφακιά….», τραγουδούσαν οι βρακοφόροι, κι ο Σήφακας αναλογιζότανε πως θα τον εσκεπάσει η πέτρα, πως θα τον εσκεπάσει που τον ανατριχιά!!! «Παππού», φώναζε το μικρό Σηφάκη, «κράτα γερά και σου* ρχομαι!!!». Ο καπετάνιος χαμογέλασε. «Έχει δίκιο ο γίγαντας», σκέφτηκε, «στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σ* ελευθερώσουν πατρίδα!!!». Και τ* άγρια πουλιά ξανάρθανε, σιδερένια, με σιδερένια ράμφη, όπως τις όρνιθες της Στυμφαλίας. Αγκυλωτοί σταυροί τα στόλιζαν. Και σιδερένια θαλάσσια κήτη τα συνόδευαν. Και ‘θέλαν να πατήσουν πάλι το νησί, την Κρήτη του Τάλου, του καπετάν Σήφακα, του Σηφαλιού. Κι* ο χορός συνέχιζε, πιο άγριος, πιο δυνατός, πιο σίγουρος. Τα παλληκάρια με τις βράκες χόρευαν και πηδούσαν αγέρωχα, πηδούσαν ανάμεσα στις σφαίρες και στις οβίδες του εχθρού. Και γελούσαν, τινάζονταν ψηλά στον αγέρα και τραγουδούσαν. Και το τραγούδι τους έσκιαζε τον οχτρό. Πώς να τους υποτάξει; Πώς να τους κάνει να τον προσκυνήσουν; Δεν είχε καταλάβει ότι οι βρακοφόροι αυτοί προσκυνούν μόνο τον ένα και μοναδικό Θεό της Κρήτης, τον ένα και μοναδικό Θεό του κόσμου όλου! Δεν λυγάνε τα παλληκάρια αυτά, το κορμί τους είναι χάλκινο όπως του γίγαντα τους, μ* αυτό χορεύουν, μ* αυτό αγαπάνε, μ* αυτό πολεμάνε, το κάνουν δύναμη και χτυπάνε, το κάνουν θάρρος και ορμάνε, ότι θέλουν το κάνουν, ακόμα και ιστό για να αναρτήσουν την σημαία τους, γιατί δεν πρέπει να πέσει ποτέ στο χώμα. Δεν ήταν νησί αυτό, ήταν θεριό, ήταν ο Διγενής που τα βάζει με τον Χάροντα, κι* όταν ακόμα πέσει μπαμπέσικα, η γη τον τρέμει, δεν μπορεί να τον δεχτεί, δεν είναι για το χώμα, δεν ημπόρει να τον εσκεπάσει, πώς να τον εσκεπάσει τον αντρειωμένο; Τ* άγρια πουλιά τα ημερεύει κι* αυτός. Δεν ήταν νησί, ήταν ο Τάλως, ήταν ο Διγενής, ήταν ο Δίας, ήταν η πλάση όλη! Αυτός ο τόπος υπήρχε πάντοτε, κι ο Σηφαλιός το ήξερε. Και το* ξεραν και οι Ενετοί κι οι Φράγκοι, κι οι Σαρακηνοί κι οι Τούρκοι και οι Γερμανοί και όλοι! Το ‘ξερε κι Τάλως, τώρα που έσβηνε, μα το Σηφάκη δεν ανησυχούσε πλέον. Τούτος ο χορός των βρακοφόρων, νέων, παιδιών και γέρων δεν είχε τελειωμό! Δεν ήταν χορός, ήτανε γιορτή, ήταν ιεροτελεστία, ήταν μια μάχη, μια μάχη με τον οχτρό και φίλο, μια μάχη με τόπο τους και τον κόσμο όλο, μια μάχη με τον εαυτό τους, να μπορέσουν να κρατήσουν την γοργόνα, την αδελφή του Μεγαλέξανδρου στη ζωή, να μην θρηνεί και να μην φουρτουνιάζει το πέλαγος των καιρών! Να πλέουν τα καράβια του Μίνωα σε ελεύθερα και ήρεμα νερά. «Καλό σου ύπνο Τάλω!!!», είπε ο Σήφης, «εγώ είμαι εδώ τώρα!!!»
(Ξεπερνάει κατά πολύ τις 500 λέξεις. Δεν μπορώ να το περιορίσω γιατί θα χάσει το κείμενο την ουσία του. Το υποβάλλω όμως και αν νομίζετε ότι πρέπει να απορριφθεί τότε το απορρίπτετε για να πληρούνται οι όροι του διαγωνισμού)
| Δημιουργός: Γεωργάτζογλου Βασιλική ( ΑΘΗΝΑ ) .(Ρατσισμός)2
«Κοίτα, κοίτα τους άπλυτους, τους βρομιάρηδες που μας κουβαλήθηκαν εδώ και γέμισε απόβλητα η χώρα. Κοίτα τους, ψάχνουν στα σκουπίδια σαν τρωκτικά. Φύγετε από ‘κει, δε θα βρείτε θησαυρό στα σκουπίδια, παλιόμαυροι».
Άλλοι πάλι κοιτώντας μας σκέφτονται, «οι κακόμοιροι οι άνθρωποι κατάντησαν ζητιάνοι, επαίτες. Για να ζήσουν ψάχνουν στα σκουπίδια».
Οι δύο όψεις του νομίσματος. Και εγώ τους ακούω και τους δύο. Και μου προκαλούν τον ίδιο πόνο. Παράλογο και παράδοξο θα πει κανείς… γιατί να σου προκαλεί πόνο η συμπόνια; Από πότε το ενδιαφέρον απέκτησε αρνητικό πρόσημο; Από τότε που η υποκρισία βαπτίστηκε φιλανθρωπία! Οι ανθρωπιστές του κόσμου σου δίνουν ένα και με τον τρόπο τους σου παίρνουν δέκα.
Δε θέλω το ένα σας! Το ένα ξεχαρβαλωμένο κοντέινερ, που στεγάζει τα όνειρά μου και μπάζει από παντού, παρασύροντας κάθε προσδοκία μου για το μέλλον! Δε θέλω το ένα πιάτο φαγητό στα συσσίτια σας. Κουράστηκα να περιμένω στις ουρές και φτάνοντας η σειρά μου να έχει τελειώσει το «πολυπόθητο αγαθό»! Δε θέλω τη μία ή τις πολλές υποσχέσεις σας για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είναι ψεύτικες! Τώρα πλέον το ξέρω καλά. Άργησα, μα το κατάλαβα. Ήλπιζα, μα έπαψα πια. «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος», είχε πει κάποιος λογοτέχνης τους και είχε απόλυτο δίκιο. Όταν πάψεις να ελπίζεις και να φοβάσαι, είσαι πραγματικά ελεύθερος. Και εγώ πλέον είμαι.
Δε θέλω τα βλέμματα μίσους, τα γεμάτα οργή και χολή, που είναι έτοιμα να σου ξεσχίσουν τις σάρκες, σου μπήγουν το μαχαίρι στην καρδιά και το στρίβουν για να δυναμώσουν τον πόνο. Δε θέλω, όμως, ούτε τα βλέμματα λύπησης και οίκτου. Κοιτώντας σε χαίρονται και ευγνωμονούν το Θεό που δε βρίσκονται στη θέση σου. Σταματήστε, λοιπόν, να με κοιτάτε… Δε θέλω να με κοιτάτε… Αγαπάτε τους ανθρώπους, γιατί είστε εσείς.
Ευτυχώς, κάτι βρήκα και σήμερα στα σκουπίδια τους. Εμένα μου αρκεί αυτό που είναι άχρηστο και περιττό για ‘κείνους. Ένα καλοκαιρινό, πράσινο, παιδικό σορτσάκι. Πόσο θα χαρεί ο μικρός μου! Του αρέσει πολύ το πράσινο χρώμα. Του θυμίζει τον καταπράσινο κήπο του σπιτιού μας. Άνοιξη φύγαμε από την πατρίδα, όταν ο κήπος ήταν φουντωμένος, όπως και η ελπίδα μας για μια καλύτερη ζωή. Άνοιξη φύγαμε για να γλιτώσουμε από τη μανιασμένη θάλασσα, αφού καταφέραμε να γλιτώσουμε από το μένος του πολέμου.
Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν το φόρεσε. «Πόσο όμορφο είναι μανουλίτσα! Σ* ευχαριστώ πολύ!», πρόφερε με τη χαρούμενη, ζωηρή φωνούλα του. Τα καχεκτικά ποδαράκια του τρέμουν από την παγωνιά μέσα στο καλοκαιρινό σορτσάκι. Είναι χειμώνας…
| Δημιουργός: Ανώνυμη ( .... ) . **Ad tuu, Domine, tribunal non appello”
“Βλάστημος , κακοποιητής Θεού και ανθρώπου” .
Έπαιρναν την πένα σου και στην κάρφωναν κατάστηθα.
Ποιός είσαι εσύ, άνθρωπε ,που δε φοβάσαι μήτε ελπίζεις;
που ‘φερες το Χριστό στα μέτρα μου;
που λες πως θα φτάσω εκεί που δεν μπορώ,
πως εγω μονάχος θα σώσω τον κόσμο ,
πως δε χρειάζομαι σωτήρες;
δεν έμοιασες σε μένα τον πιστό ,που ποτέ του Θεό δε γύρεψε
που κάθε μέρα σταυρώνει Χριστό και αδέλφια,
που βολεύεται στην κρύα αγκαλιά του φόβου και στη ζεστή ανάσα της ελπίδας
που μένει κολώνα ακίνητη γιατί θαρρεί πως οι κολώνες δεν κουνιούνται.
Έφεση δε ζητάω, μόνο την πλάκα σου ζητάω
στον ίσκιο της Ακρόπολης ,στο βουητό του κόσμου ,
ασπίδα να τη βάλω .
Έχω δυσανοχή στις λευτεριές τους.
| Δημιουργός: Γκίκας Νικόλαος ( Αθήνα - Ελλάς ) .Η “Ευτυχία” του Νίκου Καζαντζάκη
Για να αναγνώσεις και να αισθανθείς τον Νίκο Καζαντζάκη, θα χρειαστείς μια ολόκληρη ζωή. Πιθανόν όλη σου την υπόλοιπη ζωή, από τη στιγμή που θα συναντηθείτε.
Όλα εκείνα, για τα οποία πάσχισαν στρατιές φιλοσόφων και λόγιων για αιώνες, όλα εκείνα που γεννήθηκαν ή κατέληξαν μετέωρα ερωτήματα στους φιλοσοφικούς λαβύρινθους της ανθρώπινης ιστορίας, ο Καζαντζάκης τα ξέθαψε, τα καθάρισε από την μεγαλοδοξία των κτητόρων τους και τα απόθεσε στο μονοπάτι του προς την Άβυσσος, λαμπρόμορφα σκαλοπάτια στην ουράνια σκάλα προς την Αλήθεια της Ζωής.
Το κυνήγι της Ευτυχίας σταματά, όταν οι αλυσίδες της καρδιάς σπάνε, όταν φτερουγίσεις μακριά από την Ελπίδα, που γεννά την Αγάπη, η οποία με τη σειρά της γιγαντώνει τον Φόβο. Κατακτάς την Ευτυχία, γίνεσαι εσύ η Ευτυχία με σάρκα και οστά, όταν η καρδιά, ελεύθερη από τα τρία αυτά χαλινά, ταξιδεύει και γεύεται την λιακάδα σε μια Ιταλική εξοχή, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει στην “Αναφορά στον Γκρέκο”, ή τις ανθισμένες κερασιές του Κιότο στο “Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία, Κίνα”.
Η κραυγή του Καζαντζάκη “τέντωσέ με Θε μου, κι ας σπάσω”, με την οποία προοιωνίζει την “Αναφορά στον Γκρέκο”, πριν καν τον πρόλογο του έργου, και που τόσο εκκωφαντικά ειλικρινά αναλύει στην “Ασκητική” του, είναι το σπάσιμο αυτών των αλυσίδων, το φτερούγισμα της καρδιάς μέσα στην λιακάδα, που όλοι μας βλέπουμε, αλλά κανείς δεν αντέχει να γίνει μέρος της. Το να απαρνηθείς και να λυτρωθείς από ό,τι σου ζητά, ό,τι απαιτεί από εσένα, οδηγεί σε μία μόνο λέξη. Θυσία.
Μια θυσία, που ενσαρκώνεται αραβουργηματικά στον “Τελευταίο Πειρασμό” και στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, εκεί όπου ο Θεάνθρωπος Ιησούς παλεύει και με την θυσία του τσακίζει τα δεσμά της καρδιάς, ελευθερώνεται από το αίμα και την σάρκα του και συναντά τον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, την αιώνια λιακάδα που σκεπάζει την Άβυσσος.
Και είναι ο Νίκος Καζαντζάκης ποιητής και αοιδός αυτής της Θυσίας, γιατί, πολύ απλά, πολύ ταπεινά, αποδιώχνει την σάρκα και το αίμα, τινάζεται και πηδά ψηλά, σε κάθε σταλαγματιά επιθυμίας και απόλαυσης που πέφτει επάνω του, σε ό,τι γεννιέται και ό,τι αντρώνεται από το κορμί, σε όποιον πειρασμό τον δένει στη σκοτεινή γη της Άβυσσος. Για να απαλλαγεί. Για να λευτερωθεί.
Ποιος άνθρωπος, άλλωστε, θα τολμούσε να γράψει πάνω στον τάφο του, πως είναι “λεύτερος”, παρά εκείνος, που τόλμησε να δει τι υπάρχει μέσα, προτού καν βρεθεί εκεί. | Δημιουργός: Ζαρκαδούλα Πολυξένη ( Πειραιάς, Ελλάδα ) .Μάθε να πολεμάς
Βαρύ το τίμημα να είσαι άνθρωπος! Έχεις αδυναμίες, αγάπες, πάθη… Εσύ πρέπει απλά να σιωπάς και ν* αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις όπως έρχονται… Δεν ρωτάσαι και φυσικά δεν ζητείται η έγκρισή σου! Η ζωή προχωράει και προχωράει μπροστά ανεξάρτητα από το σημείο που βρίσκεσαι εσύ…
Όλοι οι άνθρωποι, όμως, μήπως δεν τα βιώνουν αυτά; Δεν είσαι μόνος… Όσες φουρτούνες και να σου έρθουν εσύ αυτό που έχεις να κάνεις είναι να σταθείς στα πόδια σου, εκεί στο ύψος των περιστάσεων, και να γίνεις ο κυματοθραύστης και να ξεπερνάς κάθε φορά τα όρια σου… Να γίνεσαι κάθε φορά καλύτερος, δυνατότερος… Μάθε να είσαι ένας ελεύθερος άνθρωπος με ιδανικά κι ελεύθερη βούληση να παλεύει για τα ιδανικά του και να νοιώθει έντιμος με τον ίδιο του τον εαυτό…
Μόνο όταν νοιώθεις πως έχεις την αξιοπρέπειά σου και την ηρεμία σου νοιώθεις δυνατός κι έτοιμος ν* ανταπεξέλθεις στις δυσκολίες και τις δοκιμασίες που σου βάζει η ζωή… Γιατί αυτές δεν έχουν τελειωμό! Κάθε φορά όταν έρχεται κι ένα κύμα τότε μαζί του έρχεται και η κάθαρση! Νοιώθεις ακόμα πιο δυνατός, νοιώθεις πως είσαι ακόμα πιο ώριμος … Την επόμενη φορά που θα έρθει κάτι ακόμα πιο δυνατό θα είσαι καλύτερα προετοιμασμένος! Όταν η ζωή σου φέρνει δυσκολίες μην φοβάσαι, μην δειλιάζεις, πολέμα όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα!
Η ζωή πάντα ξέρει καλύτερα! Αν ήρθε στην ζωή σου μία θύελλα πολέμησέ την … Μην ρωτάς, μην ζητάς εξηγήσεις, απλά πολέμα! Αν κερδίσεις, θα έχεις πάρει δύναμη, θα είσαι πιο δυνατός … Αν χάσεις, θα έχεις πάρει ένα μάθημα, θα είσαι δηλαδή σοφότερος! Κοίταξε γύρω σου: όλοι οι άνθρωποι έχουν μπόρες στην ζωή τους, όμως, τι νομίζεις πώς κάνουν, πώς τα παρατάνε; Όχι, η ζωή δεν είναι μόνο τα καλά, τα ευχάριστα και τα εύκολα… Άλλωστε αν η ζωή είχε μόνο την καλή της πλευρά, πώς θα την εκτιμούσαμε; Θα πλήτταμε… Θα γινόταν ανιαρή, μια ευθεία χωρίς διδάγματα, χωρίς σκέψεις και προβληματισμούς! Δεν θα την εκτιμούσαμε τόσο, θα ήταν αρκετά δεδομένη για να την πάρουμε στα σοβαρά και για να την εκτιμήσουμε όπως της αξίζει!
Έτσι έχει ένα νόημα, αποκτά μία άλλη διάσταση! Μπαίνεις στην διαδικασία της σκέψης, της εμβάθυνσης και της αυτοκριτικής… Μπαίνεις σε μία διαδικασία ανάλυσης του εαυτού σου, του κόσμου γύρω σου και, γενικότερα, της ζωής! Σκέφτεσαι: “γιατί μου συμβαίνει εμένα αυτό”, “πού έφταιξα και γιατί”, “πώς μπορώ να διορθώσω τα πράγματα κι αν μπορώ να τα διορθώσω”, “αν όχι, ίσως, πρέπει ν* αλλάξω τον τρόπο σκέψης μου, τον τρόπο ζωής”… Γιατί, για να συμβαίνει αυτό ίσως η ζωή να θέλει να μου δώσει ένα μάθημα, να πρέπει να μάθω κάτι απ* όλο αυτό! Η ζωή είναι για τους αγωνιστές… Κερδισμένοι, χαμένοι δεν υπάρχουν: όλοι κάτι κερδίζουμε κι όλοι κάτι χάνουμε!
(εμπνευσμένο από τους στίχους: Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: “θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;” Πολέμα!)
| Δημιουργός: Θάνου Νατάσσα ( Πειραιά ) .Η Ευτυχία…
-<Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο>
-Τι νόημα έχουν τα σοφά σου λόγια, μεγάλε μου ποιητή, συγγραφέα , φιλόσοφε , στοχαστή, γίγαντα της Λογοτεχνίας μας: το συναίσθημα της ευτυχίας, απαρτίζεται από απλές στιγμές, που γεμίζουν την ψυχή από γαλήνη ηρεμία.
-Στην σημερινή εποχή, ο άνθρωπος ,δεν είναι ευτυχισμένος, δεν εκτιμά τις στιγμές, το να έχει τα βασικά και να μπορεί να συντηρείτε , ένα ποτήρι κρασί, να του δροσίζει τον ουρανίσκο, ένα κάστανο να του δίνει την γεύση του, ένα φτωχό μαγκάλι για την ζέστη του, η βουή της θάλασσας, να γεμίζει την ακοή , με το γαλήνιο τραγούδι της, χαρίζοντας την γαλήνη και ηρεμία της ψυχής του.
-Το <Θέλω> του σημερινού ανθρώπου, χάνει την ευτυχία των στιγμών, αναζητώντας, τα πολλά.
-Η συνεχόμενη αναζήτηση, ένας φαύλος κύκλος, που δεν έχει τέλος . Ένας λαβύρινθος χωρίς διέξοδο. Ένα τούνελ χωρίς το φως .
-Το φως που φωτίζει την καρδιά και γεμίζει την ψυχή, από χαρά και ευχαρίστηση. Χωρίς το φως μέσα στο σκοτάδι, παλεύει, τα χέρια χάνονται στο κενό …Η ψυχή στο σκοτάδι… Η ευτυχία στον βωμό του σκότους…
-Ζει με την αγωνία, χάνοντας την ψυχική ηρεμία και κατά συνέπεια την γαλήνη της ψυχής του.
-Οι στιγμές, χάνονται μέσα στον βούρκο του χρήματος, πεθαίνουν στην αναζήτηση, λιμοκτονούν απ την έντονη επιθυμία…
-Η συνεχόμενη πάλη μέσα στο ρινγκ της αναζήτησης, γεμίζει με αμυχές, χαράζεται από πληγές, χάνει τις αισθήσεις του, παλεύει για την ζωή…
-Ο μόνος που θα εκτιμούσε, το ένα ποτήρι κρασί, είναι αυτός που δεν μπορεί να το αγοράσει, θα χαιρόταν και θα πλημύριζε από την πλούσια γεύση του, σαν ημίθεος πίνοντας το νέκταρ…
-Αυτός που θα ευχαριστιόταν από ένα κάστανο, είναι αυτός που δεν έχει να φάει, θα το έτρωγε, και θα πλημύριζε από την γεύση του, θα γέμιζε η καρδιά του από την χαρά, η ψυχή του θα δόξαζε τον Θεό…
-Το φτωχικό μαγκαλάκι, θα το ήθελε ο άστεγος , που ξεπαγιάζει στο παγωμένο παγκάκι, που το κρύο του διαπερνά τα κόκκαλα, που το ρίγος σκορπίζει τα κύτταρα!!
Πόση θαλπωρή και ζεστασιά στην καρδιά του, το φτωχό μαγκαλάκι, πόσο άσχημο για σένα που τα έχεις όλα!!
-Η βουή της θάλασσας, σε συνοδεία με τον μαέστρο τον άνεμο, το <σπλάτς>, στην άκρη της θάλασσας, το αγκάλιασμα με τον βράχο. Το προσκύνημα στα πόδια της άμμου… αγκαλιάζοντας τα και φιλώντας τα!!
-Ποιος θα άκουγε την βουή, της παραπονεμένης θάλασσας, που εκλιπαρεί την άμμο, για λίγο αγάπη;
-Ποιος θα ευχαριστιόταν με αυτή;
-Ποιος θα χανόταν στην όμορφη μελωδία της;
-Μπορεί όλοι !!
-Αλλά για λίγο!!
-Ο νους θα κυριευόταν ξανά από τις σκέψεις…
-Θα τον έριχναν, στον αγώνα δρόμου, μιας συνεχόμενης κούρσας…
χωρίς τέρμα, χωρίς τον κότινο της επιτυχίας!!
-Ο μόνος που θα γέμιζε από: <ευτυχία>, είναι αυτός που δεν θέλει πολλά… σαν τον ονειροπόλο ποιητή, που όλοι έχουμε μέσα μας, που χάνεται στην βουή της θάλασσας, στο απέραντο γαλάζιο της, η ψυχή του ανεβαίνει ψηλά στα σύννεφα , χάνεται μέσα σε αυτά …
| Δημιουργός: Καπελλάκη Νικητούλα ( Χανιά Ελλάδα ) .Όσα δεν είπες…
Ανοίγω τα μάτια μου. Τα ξανακλείνω. Κι αυτό γίνεται κάμποσες φορές. Μπροστά μου ο χάρτης. Τόσα ταξίδια θέλησα να κάνω και δεν ξεκίνησα ακόμα. Από πού ν* αρχίσω. Μαζεύω όση δύναμη έχει απομείνει στην ψυχή μου… Τόσα που με βρήκαν… Ισπανία, Κίνα, Ρωσία… Κανένα δεν έχω να μοιραστώ τα βάσανά μου. Κανένας δεν απόμεινε μήτε πατέρας, μήτε μάνα, μήτε αδελφός… μόνο η ρίζα του πρώτου, η ευχή της δεύτερης και το ζεστό χαμόγελο του τελευταίου. Στέκομαι αναποφάσιστος. Από πού ν* αρχίσω. Απ* την αρχή ξανά…
Μάλωσα με το Θεό, μάτωσα κι ούτε οι κόκκοι της άμμου δεν καταδέχτηκαν να μετρηθούν με τα λάθη μου μα ούτε με τα δάκρυά μου. Ένας φτωχούλης είμαι που γύρεψα παρηγοριά από της Παναγιάς το στέρεο βλέμμα.
_Μάνα, λέω και νιώθω την ανατριχίλα της ατέλειωτης απελπισίας. Φτωχούλης είμαι… Μίλησέ μου για τον πλούτο της ζωής και μη μ* αφήνεις μόνο στη γύμνια του θανάτου. Ας καρτερεί… Κρατάω αποστάσεις από καθετί που με σκοτώνει. Ησυχία…
_Ποιος, ποιος είναι που μου μιλεί.
_Όταν φοβάσαι πρέπει να προσπαθείς να κοιτάξεις το φόβο κατάματα. Τότε αποκτά κι εκείνος μάτια και σε κοιτάει. Ύστερα σαν του μιλάς αποκτά κι αυτός στόμα και σου μιλά. Μετά ματιά στη ματιά, κουβέντα στην κουβέντα πιάνει τα χέρια που του απλώνεις και γίνεστε ένα κι έτσι δε θα φοβάσαι πια παρά μόνο τον εαυτό σου. Αυτό όμως λέγεται κι αλλιώς ευθύνη.
_Μπορείς.
_Ποιος είναι που μου μιλεί.
_Ψάξε…
Και τότε η φωνή, απόκοσμα, σαν να έχασε την υπομονή της, αρχίζει να μιλεί χωρίς ανάσα, χωρίς σταματημό κι ακούω τρομαγμένος σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου.
_Αφού μπορείς κι ελπίζεις χωρίς να χάσεις το μυαλό σου από την άρνηση και την κακία των άλλων που νοιάζονται καθόλου… Αφού δε χάνεις την πίστη σου κι αν ακόμη είσαι μόνος που πιστεύεις και δεν αφήνεις να εμποδίσουν το βάδισμα οι αισθήσεις… Αφού έχεις τη δύναμη να σηκώνεις αγόγγυστα το βαρύ φορτίο της υπομονής, αν λιποψυχάς, το χαμόγελό σου καθόλου να μη σε εμποδίζει και αφού μπορείς ν* αγαπάς ακόμα και αυτούς που δε σ* αγαπούν το ίδιο μ* αυτούς που σ* αγαπούν… Και να νιώσεις το ίδιο γυμνός όπως την πρώτη μέρα που γεννήθηκες όσα πλούτη και να* χεις… να νιώθεις το ίδιο μικρός όπως, όταν παιδί ακόμη δεν έφτανες το πόμολο της πόρτας του σπιτιού σου, μα νιώθεις το ίδιο γαλήνιος, όπως μετά την καταιγίδα, όπως την τελευταία στιγμή της ζωής σου. Αφού μπορείς τη γνώση που κλαδεύεις την κάθε μέρα που τελειώνει να τη φυλάς σαν πολύτιμη σταγόνα ζωής, όταν το νερό της αλήθειας θα έχει σωθεί κι εσύ στο έλεος της ερήμου βρίσκεσαι. Σκέψου, ονειρέψου, αγάπα κι όταν μείνεις μονάχος σου και κανείς δεν υπάρχει να του μιλήσεις, κανείς να τον κοιτάξεις μες στα μάτια γύρεψε τον ταπεινό αντικατοπτρισμό σου σ* ένα ρυάκι να μετρήσεις τι σου απόμεινε. Πρώτα στα μάτια, έπειτα στις γραμμές γύρω από το στόμα, στο μέτωπο και τελευταίο άφησε τη φλέβα στο λαιμό που σαν δίκαιος κριτής αποδίδει το δίκιο του χρόνου. Αφού τα μπόρεσες όλα αυτά δεν είσαι μόνος σου. Είσαι μονάχα μια ακατέργαστη πέτρα που το λίστρο του χρόνου θα λειάνει…
Χανιά, 2017 Καπελλάκη Νικητούλα
| Δημιουργός: Κατσανά Κωνσταντίνα ( Ηράκλειο Κρήτης-Ελλάδα ) . Οι μέρες -Ημέρες στο φως
Κυριακή, 3/9/2017
Έτσι ξαφνικά –πρέπει να- παίρνονται οι μεγάλες αποφάσεις, αλλά και οι μικρές –σαν κι αυτή- μέχρι να αποδειχτούν σημαντικές ή το αντίθετο. Μέχρι να ναυαγήσουν και οι πιο μεγάλες ελπίδες σου, κι οι πιο καλά μέσα σου στεριωμένες πεποιθήσεις˙ για το τι πιστεύεις, τι θέλεις, τι νομίζεις ότι πιστεύεις, τι νομίζεις ότι θέλεις, τι ψέματα λες στον ευατό σου για να του δίνεις τροφή να ανοίγει τα μάτια το πρωί και να τα κλείνει μόλις σβήσουν τα φώτα της ημέρας και μείνεις μόνος σου με τ* άστρα. Εσύ, τ* αστέρια, το φεγγάρι και ο ατελείωτος αγώνας να αποφύγεις τον εαυτό σου. Να κρυφτείς πίσω από ίσκιους και σκιές, κάτω από τον απέραντο ουρανό, με κεντημένα άτακτα επάνω του τ* αστέρια.
Λυγαριά... Χρώματα όμορφα... Διάθεση χαλαρή...
Το κορμί μου το καίει ο ήλιος.
Τα πάντα σε ρυθμούς αργούς...
Οι ματιές, οι ανάσες, οι σκέψεις, η καρδιά.
19 Σεπτεμβρίου σήμερα,
κι ο χρόνος να κυλάει σαν νερό. Σαν μια αστραπή μου φάνηκε η πορεία μου μέχρι εδώ. Κι όμως, σαν ήμουν –στιγμές μονάχα- μέσα στη θύελλά της, πίστευα πως δε θα βγω ποτέ από αυτή. 19 Σεπτεμβρίου σήμερα... Το 2017... Κι εγώ εδώ. Πώς βρέθηκα εδώ; Πού βρέθηκα εδώ; Μυστήριο όλα, ακόμη κι όσα εμείς «συνειδητά» θαρρούμε πως τα αποφασίζουμε. [...]
Το μετά; Άγνωστο, αβέβαιο, με τρομάζει (;). Δε θα* πρεπε, όμως, αυτό να με τρομάζει! Αντίθετα, θα* πρεπε να λέω «Άγνωστο; Δωσ* του και πάμε!».
Αυτό είναι το κακό με τα λόγια... Που δεν είναι λίγες οι φορές που αυτά απέχουν πολύ από τις πράξεις. Δύο άλλοι κόσμοι, παράλληλοι πολλές φορές, δίχως σημείο επαφής για να συναντηθούν.
Είμαι μόνη μου. Τώρα πια το νιώθω. Είμαι μόνη μου. Και όχι απλώς χωρίς κάποια σχέση. Ναι, μόνοι μας είμαστε στη ζωή. Μόνοι μας. Και ίσως, καλό θα ήταν ο κάθε ένας από εμάς γρήγορα μέσα του αυτή την αλήθεια καλά να νιώσει.
Τέσσερις μήνες κι, όμως, η αντίληψη του χρόνου συνεχώς μέσα μου παράξενα πρόσωπα παίρνει.
Πού ήμουν πριν;
Τι σκεφτόμουν πριν;
Πώς ένιωθα;
Τι με απασχολούσε;
Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμηθώ –ή ίσως και να μην το θέλω.
Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι;
Πώς αλλάζεις εσύ...
Πώς άλλαξα;
Δε θυμάμαι τίποτα.
Τι να θυμηθώ;
Δε νιώθω τίποτα.
Πώς να νιώσω;
[...] Άραγε πού χαράζονται οι μνήμες και οι ζωές των ανθρώπων με πιο ανεξίτηλη μπογιά; Σε τετράδια, σε βιβλία, σε φωτογραφίες ή στις καρδιές μας;
Καλημέρα,
Ώρα 06:50
Τρίτη, 19/09/2017
*Το πεζό κείμενο που επιλέχθηκε, αποτελεί αναλλοίωτο απόσπασμα προσωπικού ημερολογίου από τις ημέρες του φετινού καλοκαιριού, το οποίο και έζησα/βίωσα έχοντας πάντοτε στη σκέψη και την καρδιά μου τη γεύση από τον Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, τα χρέη της Ασκητικής και το πείσμα του Καπετάν Μιχάλη.
| Δημιουργός: Κιαγιάς Γιώργος ( ΧΑΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ ) .Και τι είναι ο άνθρωπος?
Χώμα με δάκρυα και μια υποψία ελπίδας.
Και ποιος είναι ο δρόμος του?
Δρόμος του είναι ο ανήφορος,
όχι όπως του υποζυγίου που βαρυγκωμά,
αλλά ο συνειδητός με κάθε βήμα προς τα πάνω,
ανάγκη και ανακούφιση συνάμα.
Και που οδηγά ο δρόμος?
Οδηγά στον ανήφορο άνθρωπε, πάνω από σένα.
| Δημιουργός: Κουκάρας Κωνσταντίνος ( Μυτιλήνη ) .Τούτο που βαστώ στα χέρια μου δεν είναι βιβλίο και εκείνος δεν είναι συγγραφέας. Είναι ψυχή που νίκησε την ανυπαρξία και σώθηκε στον άπειρο χρόνο. Ψυχή ζωντανή που υπάρχει πάντα. Τα μελλούμενα και τα περασμένα συμβαίνουν τώρα. Τώρα που ανοίγω το ‘*Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά**. Τα μάτια μου δεν συναντούν λέξεις και προτάσεις. Ανταμώνω με ψυχές. Είναι νύχτα και ξαπλώνω στο ακρογιάλι της Κρήτης. Αντίκρυ μου ο Ζορμπάς σκορπάει στον αέρα τις μελωδίες του. Όταν αφήνει το σαντούρι του, σηκώνουμαι και χορεύω μαζί του. Ο Νίκος δίπλα σίγουρος, πλημμυρισμένος από ευτυχία. Έχει σφραγίσει την ψυχή του μέσα σ*αυτήν την στιγμή, και η καρδία του είναι γαλήνια και ζωντανή σαν τη θάλασσα, συντονισμένη με τον ήρεμο παφλασμό των κυμάτων. Καταλαβαίνω πως δεν αναγνώσκω απλά ένα βιβλίο. Κάνω μια πράξη πιότερο ιερή και ανώτερη. Τραβιέμαι σ* έναν ατέρμονo χορό αυτόφωτων ψυχών στο μαύρο πέπλο του σύμπαντου.
Λύκειο ακόμα, θυμάμαι να απορρίπτω ο άμυαλος τις προσπάθειες του πατέρα μου να με μυήσει στον Καζαντζάκη. Για χρόνια τα βιβλία τα τρωγε η σκόνη στα ράφια. Μέχρι τώρα. Φέτος κάτι άλλαξε μέσα μου, η ψυχή μου μέστωσε, αλλίωτεψε και μόνη της δέχθηκε το κάλεσμα. Το μυαλό μου καταβροχθίζει τις γιομάτες νόημα και βάρος λέξεις του και η καρδιά μου σκιρτά, χτυπά γοργά και ζητά αχόρταγα περισσότερα και τα πάντα. Γνωρίζω αυτόν τον εραστή της ελληνικής γλώσσας, που την χειρίζεται τόσο αριστοτεχνικά και λιτά, θαρρείς και δεν είναι λέξεις αυτές που γράφει, μα πηλός που σαν τεχνίτης τον πλάθει όπως θέλει και φτιάνει ένα δοχείο για να σφαλίσει μέσα την ψυχή του. Και όποτε κάποιος πιάνει στα χέρια του αυτό το δοχείο, του δίνει μια, το σπάει, ξεχειλίζει, ελευθερώνεται η ψυχή του δημιουργού, μπαίνει στο σώμα του αναγνώστη και μαζί οι ψυχές τους γίνονται ένα, ακολουθώντας πια κοινή πορεία. Και όποιος δεχθεί το κάλεσμα αυτό, μετουσιώνεται σε κάτι καινούργιο, βγαίνει απ*το κουκούλι του, και είναι πιο λεύτερος και ποτέ ξανά δεν είναι ο ίδιος. Όταν ολοκλήρωσα το πρώτο του βιβλίο, μέσα σ*όλη την εσωτερική μου αλλαγή ένιωσα και τούτο: Δεν θα κατάφερνα πότε να γίνω συγγραφέας όπως είχα όνειρο νεότερος. Αργότερα κατάλαβα πως δεν χρειαζόταν. Όπως λέγει και ο ίδιος απλά, θέλει να “Αφήνω την καρδιά μου να φωνάζει.**
Είδα τον Χριστό να ξανασταυρώνεται, χόρεψα με τον Αλέξη Ζορμπά και τώρα ταξιδεύω στην Ισπανία. Όμως ξέρω πως έχουμε κινήσει μαζί για ένα άλλο, μεγαλύτερο ταξίδι. Θα μεταλάβω τις ιδέες του. Ιδέες που δεν γεννήθηκαν όταν πρωτοαποτυπώθηκαν στο χαρτί άλλα προϋπήρχαν από πάντα και καρτερικά περίμεναν το σωστό χρόνο, το δόκιμο μυαλό, να εκφραστούν, να πάρει μορφή η ουσία τους στις κατάλληλες λέξεις ώστε οποιοσδήποτε να μπορεί να τις δεχθεί και να τις κατανοήσει. Είναι αυτός που ανοίγει το παράθυρο από τον κόσμο μας στον κόσμο των ιδεών, οδηγώντας το τώρα στο παντοτινό και τον άνθρωπο στο πνέμα. Τα λόγια του άλλοτε γαλήνια μπολιάζουν με τρυφεράδα στην ψυχή μου. Και άλλοτε γίνονται χείμαρρος φοβερός, που ξεχύνεται με ορμή να σπάσει τα φράγματα της λιμνάζουσας ψυχής μου και να την συμπαρασύρει μαζί του στην απέραντη θάλασσα. | Δημιουργός: Μαυρακακη Αντωνία ( Χανιά Ελλάδα ) .Μία αστραπή είναι η ΖΩΉ ...
Μα προλαβαίνουμε!!!!!!! | Δημιουργός: Μιχάλογλου Παναγιώτης-Γιώργος ( Ρέθυμνο - Ελλα΄δα ) .Δεν έχω γνωρίσει, Δάσκαλε, πιο άρτιο πολεμιστή του λόγου από σένα. Άλλον προσκυνητή του ανέλπιδου να γιομώνει το χαρτί και την ύλη με τα πιο στέρεα εμβάσματα της καρδιάς. Λέξεις χιλιοειπωμένες και περίσσιες, στο δικό σου χέρι αποκτούν καινούργιο νόημα κι αξία, υφαίνοντας ξανά την πλοκή της πιο αρχαίας τραγωδίας: Της αναζήτησης του Αόρατου, της Λύτρωσης.
Έτσι είναι ο λόγος σου, καυτός, και κατεβαίνει απ' τα μελίγγια μου και πάθος ασίγαστο με συνεπαίρνει, που μόνο η πράξη, η γυναίκα κι η μυστηριακή αγαλλίαση μπορούν να σβήσουν.
Έννοιες ανυπόταχτες σαν τη ζωή, το θάνατο, τη λευτεριά, τον πόλεμο, καμωμένες απ' τα πιο πύρινα κι αρχέγονα πνεύματα των Ανθρώπων, και σφυρηλατημένες στα υπόκωφα καμίνια των πιο καθαρών στοχαστών και γνήσιων φιλοσόφων, αναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες μιας μακρόχρονης παράδοσης θεοφόρων σαν και του λόγου σου. Μεστωμένες με τον κάματο του εργάτη της αβύσσου, που ξαγρυπνάει ολονυχτίς και πελεκάει ολημερίς στη μέση της ερήμου να βρει νερό, να ποτίσει τ' αδέλφια, να χτίσουν μαζί ναούς και Πόλεις, ν' αγγίξουν την ένωση.
Δεν σου κρύβω πως ένιωσες σα μάγος του παλιού καιρού ό,τι βαθυστάλλαχτο με δένει με τον κόσμο· όλα εκείνα τα απαρνημένα ξόρκια τα μαυλιστικά που ψέλνουν οι ιερείς με τα λευκά τους άμφια στη σεμνή τελετή του Ονείρου. Εκείνη όπου ο άσωτος υιός, ο Εωσφόρος, στέκει πλάι στην κεφαλή του τραπεζιού, δεξά του Κύρη του, και αφού ψάλλει το Πάτερ ημών, σερβίρει το μόσχο το σιτευτό σ' ολόκληρη την πλάση, δίχως να μείνει για ‘κείνον τίποτα.
Αυτή 'ναι για μας, Δάσκαλε, η ύψιστη δόξα: Να έχουμε θέση στο αρχοντικό τραπέζι του Κυρίου, να σερβίρουμε και να χαιρόμαστε με τη χαρά των άλλων. Ν' απομένουμε νηστικοί και να μη κλαψουρίζουμε με τη κλάψα της κοιλιάς μας, παρά να γελούμε και να τραγουδούμε που φτάσαμε ως τα εδώ: στο τελευταίο δείπνο, σ' ένα μεγάλο τραπέζι, όπου χωρούνε όλοι κι είναι ευτυχείς.
Μια μέρα θα ταξιδεύουμε χωρίς καράβι, χωρίς πανιά, χωρίς θάλασσα, χωρίς κορμί. Λεύτεροι. Αλήθεια, Δάσκαλε. Και θα βρούμε στην άκρη της Παράδεισος ένα κουτσουρεμένο ανθρωπάκι, γυμνό, απ' τις Ινδίες, να φυλάει μια πόρτα. Θ' αφήσουμε τα όπλα χάμω, θα βρούμε ένα πανί λευκό να πλυθούμε από τα αίματα και θα το ασπαστούμε με ευλάβεια. Εμείς όμως δε θα σταθούμε στη θύρα. Εμείς θα ζωγραφίσουμε ένα όμορφο, κρυφό παραθύρι στην Παράδεισο, να κατεβαίνουν πότε-πότε οι αγγέλοι να βοηθούν τους ανθρώπους στο έργο της ζωής και της πίστης. Εμείς δεν έχουμε θέση πλάι στον Φωτισμένο, Κύριε. Εμείς βιαζόμαστε να φέρουμε τους ανθρώπους στα πρώτα σκαλιά που οδηγούν εδώ: σ' όλα τα όμορφα, σ' όλα τα δίκαια, σ' όλα τ' αληθινά· σ' όλα εκείνα που έχουμε από παιδιά ονειρευτεί βαθιά μέσα μας.
Σ' ακολουθώ μ' εμπιστοσύνη και δε φοβάμαι. Όχι για λόγους περίσσιας δύναμης προσωπικής, αλλά γιατί ξέρω πως ακόμα και στο τέλος τίποτα δεν έχει χαθεί. Δεν είναι ο θάνατος η καλή αντάμωση, είναι το καλώς σε βρήκα... όπως ήταν πάντα για μας το μήνυμα του Χριστού.
| Δημιουργός: Μπούρας Κωνσταντίνος ( ΑΘΗΝΑ-ΕΛΛΑΔΑ ) .Δίδυμοι ασκητές: Ο Παπαδιαμάντης συναντιέται με τον Καζαντζάκη
Από τον ποιητή και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Εκεί στη φωτεινιά των αιθέριων πεδίων, στη Νήσο των Μακάρων εσυναντήθηκαν οι δίδυμοι ασκητές Παπαδιαμάντης και Καζαντζάκης ενόσω έκαναν τον πρωινό περίπατό τους κρατώντας ο ένας το βιβλίο του άλλου: τη «Φόνισσα» ο Καζαντζάκης, την «Ασκητική» ο Παπαδιαμάντης. Απαγγέλλουν με ενδιαφέρον και ζέση πολλή:
Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει αυτό το κομμάτι:
**Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει; Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να *ταν να μπορούσε η καρδιά μου! Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα**.
Κι ο Καζαντζάκης λατρεύει το τέλος της «Φόνισσας»:
**Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τονΑϊ- Σώστην. Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση• εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο τοαλμυρόν και πικρόν ύδωρ. Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, τηνέρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της. — Ω! να το προικιό μου! είπε. Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης**.
Τότε αμφότεροι με μίαν φωνήν ανέκραξαν, Παπαδιαμάντης και Καζαντζάκης: «Βρε, ετούτο είναι τω όντι κάτι… είσαι μεγάλος τεχνίτης! Θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ αυτό!!!». Κι αμέσως εναγκαλίσθησαν ο ένας τον άλλον κι έκλαυσαν κι εγέλασαν πολύ με τα πάθη και τις συσκοτίσεις των ανθρώπων. Διότι, ηξεύρετε, από εκεί ψηλά όλα εδώ φαίνονται διαυγή και καθαρά, και τα θολά, και τα ρυπαρά εκείνα, άτινα μας κάνουν να εντρεπόμεθα και να γυρίζουμε τα μέσα έξω και να ξερνάμε τα σωθικά μας στη λάσπη: χολή και αίμα, βρώμικο, γλοιώδες, γλυκερό… Παιχνίδι είναι όλο τούτο και το πήραμε στα σοβαρά και παθιαστήκαμε και μισήσαμε κι αγαπηθήκαμε και λησμονήσαμε πως είμαστε προσωρινοί εδώ, σε αυτή την πέτρα τη ριγμένη στην άκρη του Γαλαξία, μακριά από τον σκοτεινό και τρομερό ρούφουλα που είναι όλο Φως στο Βάθος και Γαλήνη και Μνημοσύνη κι Αλήθεια κι Ομορφιά.
Οι δίδυμοι ασκητές απομακρύνονται πασιχαρείς αγκαλιά σιγοτραγουδώντας τη μελωδία από τον κινηματογραφικό «Ζορμπά».
Κωνσταντίνος Μπούρας
| Δημιουργός: Ντουλάκη Ρόζμαρη ( Ζυρίχη Ελβετια ) .Τ αηδόνι
Ο τροβαδούρος του ουρανού εσώπασε σαν έμαθε ότι τόσοι αφήνουν το τόπο τους και φεύγουνε,πετούν για άλλα μέρη, βαδίζουν σ* άλλα μονοπάτια και φεύγουν μακριά απ* της μάνας τους την αγκαλιά.
Ο τροβαδούρος του δειλινού εδάκρυσε σαν ένιωσε το πόσο πονούνε και κρυώνουνε στη ψυχή,όσοι με τη σκέψη τους σ* άλλα μέρη γυρεύουνε αγάπη, ελπίδα και ευτυχία να βρούνε.
Μα σα ο νους φτερά βγάνει και η ζωή σ* άλλα μονοπάτια σε πάει, τράβα, αγάπα, γέλα και άσε τ*αηδόνι σου να σου θυμίζει που ξεκίνησες, που έφτασες και που θα κλείσεις το ταξίδι αυτό της ξενιτιάς.
Γλυκόπικρα θα ‘ναι τ* όνειρα και οι κάβοι μας λυμένοι για να ψάχνουν την Ιθάκη μας την ξενιτεμένη...
Χλωμά θα ‘ναι τ *άστρα που τα δάκρυα μας θα κρύβουν, ψάχνοντας το δρόμο της καρδιάς σε μια πατρίδα ξένη...
Η αγάπη, ναι η αγάπη είναι αυτή που θα σε πονέσει όσο θα σε συμπονήσει, η αγάπη είναι αυτή που θα σε καθορίσει όσο θα σε αφανίσει, η αγάπη που θα σε οδηγήσει τόσο στην αφάνεια όσο στη λύτρωση, εδώ, τώρα και μετά…
Αέναος ο κύκλος της ζωής, άφατο το βάθος της ψυχής… | Δημιουργός: Τάσσης Ιωάννης ( ΑΘΗΝΑ ΕΛΛΑΔΑ ) .Ωδή στο Εργο του Ν. Καζαντζάκη
Πουλιά μας είπες, πουλί και συ... γυπαετός θαρρώ.
Πουλί περήφανο και ταξιδιάρικο ανάμεσα στσι ομορφιές τσι Γης και τ’Ουρανού,
μα κι όρνεο που κατατρώγει τσι άχρηστες για τη ζωή τσι σάρκες.
Έκαμες πως δεν εμπόρουνες να τα συντεριάξεις ετούτα τα δυο.
Με σταύρωνες για να πονώ μα και για να τεντώνουμαι, να γίνουμαι μακρύτερος.
Με λύτρωνες με τα γλέντια σου και με τσι ζαβολιές σου στσι ακροθαλασιές.
Μου’μάθενες να γεύουμαι όμορφα τη σάρκα μα και το Πνέμα της.
Μ’έπαιρνες μ’ανέβαζες στα βουνά στσι μοναξιές, ακρίτα, πολεμιστή, σ’αιματοβαμμένους από Ιδέες και θύμησες τόπους, να στέκου μονάχος μου... παγωμένος, ξαρμάτωτος και να σε ψάχνω να με λυτρώσεις, μα του κάκου. Κι εκιά αγωνιώντας ελυσσομάνουνα και περπάτου τσι κορφές και σε ευγνωμονούσα για όλα τούτα τα θάματα.
Κι όταν ενόμιζα πως ετούτος ο χρυσός Κριγιός ήμουν εγώ μού’δωνες μια στα καπούλια και με απέχθεια ξανασερνόμουν στσι γης τη λασπουριά.
Κι ύστερα πάλι... την επιθύμουνα τη λασπουριά, και πολλές φορές χωνόμουν και μέσα τσι για να κρυφτώ απ’ τ’άτιμο το φως... που είναι εκεί για να μας θυμίζει την αχαροσύνη και την ασχήμια μας.
Και όταν πια τίποτες δε μ’εμπόδουνε απ’το ν’αφήκω την τελευταία μου πνοή στη σπιλωμένη τούτη φύση και να ξοκύλω απ’το μουχλιασμένο κορμί μου, εσύ μ’έκαμνες πεταλούδα κι άφηνα οπίσω μου το κουφάρι τσι κάμπιας, κι εφύσουνες για ν’αρχινίξω ταξίδι και να γευτώ τσι ομορφότερες ευωδιές του κόσμου, βουτώντας σ’όλα τα λούλουδα απού προλάβαινα, γιατί δε γελιώμουν, και το κάτεχα πως σύντομα θα χαθώ όπως κάθε τέτοιο αρχοντικό πλάσμα.
Και πέθαινα και ματαγενιόμουν και μάθουνα και ξέχνουνα, μα όμως αρχίνιξα να σ’ ευγνωμονώ γιατί τα ποδάρια τσι καρέκλας μου σάπιζαν χωρίς εμένα επάνου ντσι κι οι τοίχοι του σπιθιού μου εξεφλούδιζαν απ’την αμέλεια τ’αφέντη απού δεν εμπόρουναν να κρατήξουν μέσα ντους.
Πουλιά μας είπες, πουλί και συ ... γυπαετός θαρρώ.
Κι εκιά στην ακροθαλασσιά η μια φτερούγα διπλωμένη, χτυπημένη από ανθρώπινο τσι καρδιάς βόλι, κι άλλη απλωμένη στσι ψηλότερες κορφές του παραδεισένιου τόπου τσι Ψυχής... να χτυπιέται χαρούμενα και να μαδεί ένα ένα τα πούπουλά ντσι, προσφορά στον Κύρη-Ανεμο, τον Αρχοντα των κορφών.
Αλλοι με φύτεψαν και μ’έκαμναν ερπετόφυτο, μα τώρα μπολιάζουμαι, ποτίζουμαι, και λιπαίνουμαι, βγάνω ανθόφτερα και γίνουμαι σιγά σιγά ετούτο απού λες... Ζωντανός! | Δημιουργός: Φίλιππος ( ) .... Ο Καζαντζάκης είχε πει : « να αγαπάς την ευθύνη να λες : εγώ, εγώ μόνος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω »
Αυτό σηκώνει σκέψη…
Ίσως το είπε για να κινητοποιήσει αυτούς που σκέφτονται…
Να ήθελε να γεμίσει ενοχή όσους δεν σκέφτονται πάντως είναι απίθανο.
Να ταΐζει όμως, την ιεραποστολική μανία μερικών να «σώσουν» τον κόσμο… είναι ένα ενδεχόμενο…
Όχι πως αυτή ήταν η πρόθεση του, απλά μια παρενέργεια…
Από την άλλη, υπάρχει αυτό που ιντριγκάρει πολύ: δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος…
Αυτά τα δύο αντιφάσκουν λίγο…
Γιατί πώς γίνεται να είσαι ελεύθερος όταν σε βαραίνει η σωτηρία του κόσμου, και η ευθύνη του χαμού του;
Και ούτε λόγος για όσους το παίρνουν τόσο σοβαρά που καταλήγουν στην ενοχή αν «αποτύχουν»…
Αλλά ακόμα και το «ήπιο χρέος», μάλλον σε βάζει στα πλαίσια της ανελευθερίας…
Αν εξαρτάς την ψυχολογία σου, έστω και λίγο , από το αν θα «σώσεις» τον
κόσμο, τότε δεν μπορεί να είσαι ελεύθερος…
Για να είσαι ελεύθερος, πρέπει αν χαθεί ο κόσμος να μην φταις εσύ…
Πρέπει να αφεθείς κι απ* τον όποιο φόβο ότι θα χαθεί, γιατί έτσι ο φόβος
γίνεται ο δεσμώτης σου…
Πρέπει να αφεθείς και από την ελπίδα. Την ελπίδα ότι θα προλάβεις τον τέλειο κόσμο. Γιατί έτσι, σε κυνηγάει το κίνητρο σου…
Κανείς δεν έχει την ευθύνη του κόσμου, ούτε το βάρος του μέλλοντος. Σίγουρα όχι μόνος του…
Και το να φέρεσαι σαν να* ναι δικά σου, είναι πολύ μακριά από το τρίστιχο του Καζαντζάκη…
Ελευθερία είναι να αναλαμβάνεις την ευθύνη του εαυτού σου, ή και την ανευθυνότητα…
Αν τα έχουν αυτά άλλοι, τότε η ελευθερία χάνεται…
Να είσαι ελεύθερος όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θες αλλαγή, ή ότι δεν τη βοηθάς να*ρθει…
Ίσως απλά να αναγνωρίζεις ότι η πιο αποτελεσματική αλλαγή, είναι η αλλαγή του εαυτού σου. Η συνεχής αλλαγή του εαυτού σου προς το καλύτερο…
Και η απεξάρτηση από την ιδέα ότι πρέπει να αλλάξεις τους άλλους, ειδικά αν νομίζεις ότι θα γίνει με έντονη προσπάθεια και επιμονή, σε ελευθερώνει και αυτή από ψυχολογικές παγίδες…
Αν υπάρχει πιθανότητα να αλλάξουν ουσιαστικά οι άλλοι, αυτό θα γίνει μάλλον με το παράδειγμά σου.
Όταν νιώθουν ελεύθεροι να το ακολουθήσουν, και όχι όταν κάτι τους ψυχαναγκάζει.
Όταν και αυτοί είναι σε θέση να αναλάβουν την ευθύνη για τον εαυτό τους, και να αλλάξουν επειδή το θέλουν.
Η εξαναγκασμένη αλλαγή, όσο προς το καλό και αν είναι δεν πετυχαίνει, αφού δεν υπάρχει ελευθερία…
Και αυτή η σπάνια ομορφιά, πνίγεται τόσο συχνά από τις ομίχλες ...
Αυτές οι σκέψεις πάλευαν στη λογική της Αναστασίας, μιας νέας κοντά στα είκοσι, μέσα στην ήρεμη βουή του δάσους της ρεματιάς του Χαλανδρίου. Μια προχθεσινή συζήτηση τη σκανδάλιζε ξανά… Η συζήτηση, σαν πνευματική περιπέτεια, δεν βγάζει σωστά και λάθη, νικητές ή χαμένους… Αλλά μάλλον αλλαγμένους ανθρώπους. Και αυτή ήταν αλλαγμένη…
Ήταν πρωί Κυριακής, και πριν από λίγο είχε αρνηθεί στον εαυτό της την πρώτη της συμμετοχή στην κάλπη.
| Δημιουργός: Φιλίππου Φίλιππος ( 1ης Απριλίου 30 Κάτω Λακατάμει ) .Τελευταίος πειρασμός
Η ίδια ένιωθε ότι είχε χάσει τα πάντα στη ζωή της. Από την μέρα που τη παράτησε το αγόρι της η ζωή της έπαψε πλέων να έχει νόημα για αυτή. Τι και αν είχε σχεδόν τα πάντα στη ζωή της! Γονείς , δουλειά, φίλους. Για αυτή όλα αυτά είχαν τελειώσει από τη στιγμή που την παράτησε το αγόρι της . Έτσι και η ίδια αποφάσισε να παρατήσει τα πάντα από τη δική της την ζωή. Αφού δεν μπορούσε να τον έχει αυτή, έτσι και αυτή δεν θα την είχε κανένας.
Πήγε να κλειστεί σε μοναστήρι. Από τη στιγμή που τον έχασε δεν έβρισκε καμιά άλλη διέξοδο στον πόνο και τον καημό της. Ήθελε να αφιερώσει την ζωή της μέσα στην προσευχή και την θρησκεία, μακριά από αγάπες, ηδονές και πειρασμούς. Πράγματι έτσι έκανε ή τουλάχιστο έτσι νόμιζε ότι έκανε. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα πριν πάει στην εκκλησία για προσευχή έπαιρνε κρυφά το μικρό μπουκάλι με το αγαπημένο του άρωμα και το πετούσε στα στήθια της και στη συνέχεια στο λαιμό της. Ακολούθως έμπαινε στην εκκλησία και προσευχόταν με τα μάτια της κλειστά. Ήταν ίσως ο τελευταίος πειρασμός που της απέμενε!
| Δημιουργός: Χατζηγιάννη Έλενα ( Αθηνα, Ελλαδα ) .ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
Εξέτασε για ώρα μέσα της τα λόγια του σπουδαίου συγγραφέα και στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη: «Μην ντραπείς που έπαιξες καλά και έχασες. Να ντραπείς που έπαιξες κακά και κέρδισες»...
Αναρωτήθηκε αυτή για πόσες φορές στο πέρασμα της ζήσης της έπρεπε να ντραπεί που έπαιξε κακά και κέρδισε. Αλήθεια κέρδισε; Πού είναι τώρα αυτά τα κέρδη; Τα γεύεται η ψυχή της;
Πόσες οι φορές άραγε που θυμάται πως μάτωσε πολύ ή λίγο σαν έπαιξε καλά κι έχασε;
Αλήθεια μάτωσε; Πού είναι τώρα αυτά τα αίματα; Σκουπίστηκαν και καθαρίστηκαν τότε κι εξαφανίστηκαν στο διάβα του πολύ του χρόνου.... ή μήπως έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους απάνω στην άμορφη μάζα της όμορφης καρδιάς της;
Στʼ άξαφνα σκέφτηκε κάποιους ανθρώπους που θέλουν και προξενούν τα αίματα. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολα ξεπλένονται οι άλικοι εκείνοι λεκέδες. Κι όμως αυτοί εκεί! Να λεκιάσουν! Τους πολλούς δεν τους μέλλει τι θα τραβήξει ο δίπλα για να τους καθαρίσει. Το μόνο που τους μέλλει είναι να μη χάσουν αυτοί τους καλοκαθισμένους τους στόχους...
Τότε, που πίστευε πως μάτωσε, ήτανε άραγε αίματα ή μια απλή κόκκινη γρατζουνιά; Είχαν πια ξεθωριάσει τόσο... ή με τα πολλά πλυσίματα μες στα πολλά τα χρόνια καθάρισαν ολότελα; Όμως η αμετανόητα άδολη της καρδιά είχε αποδειχθεί αλόγιστη στους λεκέδες. Όσα πολλά κι αν τα χρόνια που είχαν περάσει, αυτή εξακολουθούσε δυστυχώς να μην μπορεί να διακρίνει τους καλοκαθισμένους στόχους των δίπλα και μετά πονούσε μουτζουρωμένη από τα αίματα και τις άλικες γρατζουνιές. Μισός αιώνας κι αν είχε περάσει κι ολάκερος ακόμη... αχ... αυτής, όπως οι ως τα σήμερα πράξεις της μαρτυρούσαν, ποτέ της δεν της έμελλε να μάθει!
«Μην ντραπείς που έπαιξες καλά και έχασες»... Αλήθεια έχασε; Δεν θέλει να δείξει αυτή, που είναι ένας απλός άνθρωπος, ασέβεια στον μέγα σοφό, μα νιώθει πως οφείλει στις λέξεις του αυτές να ορθώσει ανάστημα. Κάποιος που έχει παίξει καλά, πιστεύει αυτή, πως δεν χάνει ποτέ. Κερδίζει μοναχά! Μπορεί στο γυμνό το μάτι που βλέπει την κάθε ρανίδα από αίμα, γρατζουνιά, δάκρυ, παράπονο, πίκρα, πόνο... να φαίνεται πως έχασε τη μάχη. Μα τι ρόλο παίζει μια μικρή μάχη μιας μικρής χρονιάς μπροστά σʼ έναν μεγάλο πόλεμο μιας μικρής ή μεγάλης ζωής; Αυτή ορθώνει το ανάστημα και λέει πως κέρδισε στη μικρή μάχη ένα παράσημο που όλοι τʼ ονομάζουν «πείρα» γιατί πιστεύει πως στα μάτια της αλήθειας καμιά ρανίδα από αίμα, γρατζουνιά, δάκρυ, παράπονο, πίκρα, πόνο δεν πάει χαμένη σε τούτη εδώ τη ζήση. Πείρα γίνεται η κάθε ρανίδα. Ακριβή και πολύτιμη ή ευτελής και ανώφελη... είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου η τελεσφόρηση. Το ίδιο ισχύει και για τον κήπο της ψυχής του που στο κάτω κάτω είναι και ο κήπος της ζωής του.
«Αν αποζητά ο κάθε άνθρωπος κάποτε η ψυχή του νʼ ανθίσει με χρώματα κι αρώματα θα πρέπει να καλλιεργηθεί. Λίπασμα γίνονται τότε όλες οι ρανίδες από αίμα, γρατζουνιά, δάκρυ, παράπονο, πίκρα, πόνο, πείρα. Κι όσο πιο πολλές οι ρανίδες τόσο πιο καλής ποιότητας το λίπασμα» μονολογεί αυτή με σθένος.
«Πιστεύει αληθινά ο κάθε άνθρωπος πως η ψυχή του και συνάμα η ζωή του θα πλημμυριστεί και συνάμα θα πλημμυρίσει με λούλουδα με χρώματα κι αρώματα, αν ο ίδιος, ο μοναδικός και μόνιμος κηπουρός της δεν αξιωθεί να την καλλιεργήσει; Μα κι αν ακόμη το κάνει... μπορεί πραγματικά ο κάθε απλός άνθρωπος να γίνει άξιος κηπουρός για τον δικό του κήπο;» αναρωτιέται αυτή στη συνέχεια.
Ένα ασυλλόγιστο τσιτάτο ακούγεται σαν απάντηση συχνά πυκνά από τους πολλούς: «Ο κάθε άνθρωπος γνωρίζει τι είναι το καλύτερο για τον ίδιο». Ακούγεται άμεσα η δική της ανταπάντηση: «Αλήθεια; Και τότε... γιατί τόσοι ακαλλιέργητοι κήποι τριγύρω, τόσοι χέρσοι, τόσοι ξεραμένοι, τόσοι ξέφραγοι; Ο κήπος χρειάζεται ένα καλής ποιότητας λίπασμα. Ξέρει ο κάθε απλός άνθρωπος τι πρέπει να προσθέσει και τι να αφαιρέσει για να φτιάσει ένα καλής ποιότητας λίπασμα; Ίσαμε κι αποφάγια που θα ανακυκλώσει ο ίδιος. Ίσαμε και σκουλήκια που θα λιγουρευτούν αυτήν τη θρεπτική για εκείνα τροφή και θα συρθούν και θα χωθούν μέσα της για να την απομυζήσουν. Όσο πιο πολύ το αίμα, η γρατζουνιά, το δάκρυ, το παράπονο, η πίκρα, ο πόνος, η πείρα, τα αποφάγια, τα σκουλήκια... τόσο πιο καλής ποιότητας το λίπασμα».
Ορθώνει συνάμα το ανάστημά της, έχει πάρει και φόρα βλέπεις, και συνεχίζει με περισσότερη ζέση τώρα: «Αν αποζητά ο κάθε άνθρωπος κάποτε η ψυχή του νʼ ανθίζει με χρώματα κι αρώματα, όσο πιο καλής ποιότητας το λίπασμα που θα της βάλει, τόσο πιο εύφορη και γόνιμη θα γίνει αυτή. Τα λουλούδια της θα ξεχειλίσουν από παραδεισένιες, μαγευτικές ευωδιές. Νέα θα γεννηθούν και αυτά θα γεννήσουν στη συνέχεια κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα... παραδεισένια, μαγευτικά, ευωδιαστά. Κάθε φορά πιότερο πολλά! Θαρρείς φορές... πως θέλουν να πλημμυρίσουν ολάκερο τον κόσμο με νέους παραδείσους. Κάθε φορά πιότερο παραδεισένια! Θαρρείς φορές... πως θέλουν να χρωματίσουν ολάκερη τη φύση με νέα μαγευτικά χρώματα. Κάθε φορά πιότερο μαγευτικά! Θαρρείς φορές... πως θέλουν να αρωματίσουν ολάκερη την πλάση με νέες μοσχομυριστές ευωδιές. Κάθε φορά πιότερο ευωδιαστά! Θαρρείς φορές... πως θέλουν να κατακτήσουν τα απάτητα ύψη. Κάθε φορά πιότερο αψηλά! Θαρρείς φορές... πως θέλουν να μαρτυρήσουν, πως μπορεί κι απʼ τη γη να κατορθώσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους νʼ αγγίξουν με αξιοσύνη τʼ ανέγγιχτα ουράνια».
«Ειλικρινά θα πίστευε ο κάθε απλός άνθρωπος... πως θα μπορούσε να αξιωθεί η ψυχή του σε τούτη εδώ τη ζήση νʼ ανθίσει τόσο πολύ, να καταφέρει να χρωματίσει ολάκερη τη φύση, να ευωδιάσει ολάκερη την πλάση, νʼ αγγίξει τα ανέγγιχτα ουράνια;»... τόλμησα και ρώτησα εκείνη εγώ φανερά.
«Άραγε θα κατόρθωνα ποτέ κι εγώ, άνθρωπος καθημερινός, που στα χρόνια τα πολλά επέτρεψα ή ακόμη και προσκάλεσα να μπουν στη ζωή μου άγγελοι και δαίμονες, τώρα στα μετέπειτα να καλλιεργήσω τόσο ποθητά άξια τη δική μου άδολη ψυχή, ως να πλημμυριστεί αυτή κάποτε από ονειρικούς άσπιλους παραδείσους;»... τόλμησα και ρώτησα το μέσα μου εγώ κρυφά...
{ -22.10.2015- }
| Δημιουργός: Χουντάλας Αντώνης ( Montreal, Canada, ) .26 Νοεμβρίου 2017,
Ο Αιώνιος και Οικουμενικός Νίκος Καζαντζάκης αγγελειοφόρος του Θεού και του ανθρώπου
Ο κάθε μελετητής του Νίκου Καζαντζάκη συνειδητοποιεί δυό θεμελιώδεις αλήθειες και αξίες.
Την αλήθεια και αξία μέσα του και την αλήθεια και αξία του Θεού˙
του κόσμου, της ζωής.
Ο Νίκος Καζαντζάκης με το πνεύμα που του εμφύτευσε η αιώνια ανθρώπινη ψυχή και φύση, ο αιώνιος Θεός, κατεύθυνε την πένα με τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο, που άλλες φορές όμοια με αετό να ζυγίζει στους άλλωτε συνεφιασμένους, άλλωτε γκρίζους και άλλωτε γαλάζιους ορίζοντες και άλλες φορές όμοια με δελφίνι να σχίζει τα καταγάλανα ή φουρτουνιασμένα πελάγη, συμπορεύεται με τον αναγνώστη σε άγνωστους βυθούς της ψυχής και του νου, στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και του Θεού.
Η δεξιοτεχνία και δυνητικότητά του στην αποτύπωση της ψυχής του ανθρώπου και την περιγραφή του Θεού και τού θεΪκού καθιστούν τον μεγάλο λογοτέχνη διαχρονικό.
Βλέπει και αποκαλύπτει τον Θεό στον άνθρωπο και τον άνθρωπο στο Θεό.
Μας δείχνει πως στην κοινή αυτή οντότητα μπορεί να ορμήξει η ψυχή τ΄ανθρώπου και να σπάσει κάθε φραγμό, στη ζωή, στο χρόνο.
Να λάμψει ο Θεός μες στον άνθρωπο, ν΄ ανδραγανθήσει, να φτάσει το γένος στα ουράνια, να φωτίσει το άπειρο του σύμπαντος.
Δεν χωράει αμφιβολία πως αυτή ήταν η πιό μεγάλη έννοια, μέλημα και δέος του.
Γι αυτό σήμερα ζει, γι αυτό σήμερα όσο ποτέ πριν, το τάγμα του πληθαίνει.
Αναζήτησε, αντίκρυσε. Προσκαλεί, συνοδεύει.
Τον άνθρωπο, την ψυχή, τον Θεό.
Να σωθεί η ψυχή απ΄ το σκοτάδι και το φόβο.
Να σωθεί ο Θεός.
Αντώνης Χουντάλας,
12221 Avenue Bois de Boulogne,
Montreal, Quebec,
Canada,
H3M 2Y1
Adonis.houdalas@hotmail.com
Τηλ. 00 1514 688-0550
| Δημιουργός: Ψαθάκη Ελένη ( Ρέθυμνο ) .
Η αιώνια πάλη μεταξύ του γήινου και του πνευματικού αντικατοπτρίζεται στη συνάντηση του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά. Ένας άνθρωπος που πάντα έβαζε μπροστά το πνεύμα και τη σκέψη, ένας άνθρωπος αδύναμος στο σώμα και δυνατός στο μυαλό, αδύναμος στην πράξη μα εξαίρετος στη νόηση. Αυτός λοιπόν γνωρίζει τον Ζορμπά, τον πιο γήινο άνθρωπο που πάτησε ποτέ στη γη και αντικρίζει την ίδια του την αντίφαση, για πρώτη φορά. Πώς πορεύομαι από εδώ και πέρα; Πώς πορεύομαι όταν έχω δει ότι έχω παραμελήσει την πράξη και έχω αφήσει τη σκέψη να οργιάζει; Μα αυτά τα δύο, δεν είναι δύο, είναι ένα. Νους και σώμα είναι ένα, πώς αυτό θα το υπερβώ; Πώς θα καταφέρω να τα ενοποιήσω, έπειτα από τόσα χρόνια διαμάχης και προσπάθειας να διαχωριστούν; Ο Καζαντζάκης βρίσκεται μπροστά σε αυτό το δίλημμα που απασχόλησε για αιώνες την ανθρωπότητα, φιλόσοφους, γιατρούς, ψυχολόγους.. όλους. Και πού καταλήγει; Το γήινο δημιουργεί χαρά, ζωντάνια. Τo πνεύμα είναι μια φυλακή που σε αναγκάζει να ζεις σε λογισμούς δίχως πραγματική ύπαρξη, δημιουργούμε κελιά και κλεινόμαστε μέσα, αγνοώντας το γήινο, το φθαρτό, το υπαρκτό. Μένουμε εναγωνίως στους διαδρόμους του μυαλού, αγνοώντας τα μονοπάτια της γης. Ο ίδιος νικημένος και πιο ντροπιασμένος από ποτέ στέκεται αντίκρυ στον Ζορμπά, ντρέπεται για την ύπαρξή του, που κάθε άλλο παρά γήινη είναι. Ντρέπεται που δεν αξιοποιεί το δώρο της ζωής στο μέγιστο του, μα αντ* αυτού προτιμά μονάχα να το στοχάζεται. Η σκέψη για τα πράγματα είναι, μα και δεν είναι. Οι σκέψεις μας είναι, μα και δεν είναι. Άρα κάποιος που σκέφτεται μονάχα δίχως να πράττει, είναι μα και δεν είναι. Έτσι νιώθω μερικές φορές, όταν αγκαλιάζω και απορροφώ κάθε μου σκέψη, όταν ακολουθώ κάθε νήμα στη φαντασία και στον λογισμό μου, χάνοντας την αρχή και το τέλος και παραδίνομαι στην κάθε σπιθαμή νόησης. Έτσι νιώθω, όταν ταυτόχρονα, αφήνω τον φθαρτό κόσμο, την ύλη, παραμελώ τη φύση και τους ανθρώπους γύρω μου. Όταν κάποιες φορές όχι μόνο τα αγνοώ αλλά και τα περιφρονώ. Πράξη και σκέψη, νους και σώμα, όταν δεν είναι ένα, πώς γαληνεύει ο άνθρωπος; Γιατί όσο πλαταίνει η σκέψη συρρικνώνεται η πράξη; Αχ Καζαντζάκη, τόσα μου δίδαξες, για τον θεό, για τον σκοπό, για τον άνθρωπο, σε όλα μαζί σου συμφωνώ. Μα αυτή η πάλη με την πνευματικότητα, αυτή τη ντροπή σου απέναντι στον Ζορμπά, τον άνθρωπο της πράξης, αυτή με κατατρώει. Δεν πρόλαβες να βρεις έναν τρόπο να μου τον πεις και μενα, να σταματήσει αυτή η ντροπή.. μα για όσα μέχρι τώρα μου δίδαξες σ' ευγνωμονώ..
|
| |